- δηλωτικώς
- δηλωτικόςindicativemasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δηλωτικώς — επίρρ. βλ. δηλωτικός … Dictionary of Greek
δηλωτικῶς — δηλωτικός indicative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… … Dictionary of Greek
ՅԱՅՏԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0320 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c ա. δῆλος manifestus, patens. որ եւ ՅԱՅՏՆԱԿԱՆ. Որ ինչ յայտ է. յայտնի. պարզ. մեկն. *Յայտական երեւմամբ կայր գունդն. Փարպ.: *Լուսաձեւ յայտական (կամ յայտնական) … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)